- διομολογώ
- διομολογῶ (-έω) (AM) [ομολογώ]συμφωνώ, συγκατανεύω, κλείνω συμφωνίααρχ.-μσν.αναγνωρίζω πλήρως, ομολογώαρχ.(-οῡμαι) συμφωνώ με κάποιον σ' ένα ζήτημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διομολογῶ — διομολογέω make an agreement pres subj act 1st sg (attic epic doric) διομολογέω make an agreement pres ind act 1st sg (attic epic doric) διομολογέω make an agreement pres subj act 1st sg (attic epic doric) διομολογέω make an agreement pres ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
διομολογήσεις — Θεσμός χάρη στον οποίο οι Ευρωπαίοι που ήταν εγκατεστημένοι σε μία μη χριστιανική χώρα που δεσμευόταν με ειδικές διεθνείς συμφωνίες (τις δ.) απολάμβαναν διάφορα προνόμια και ειδικές ελευθερίες, που τους επέτρεπαν να παραμένουν ουσιαστικά υπό τη… … Dictionary of Greek
διομολογία — διομολογία, η (Α) [διομολογώ] διομολόγησις … Dictionary of Greek
συνδιομολογούμαι — έομαι, Α έχω γίνει παραδεκτός από όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διομολογῶ «συμφωνώ, αναγνωρίζω»] … Dictionary of Greek